- κυκλοτεροῦς
- κυκλοτερήςmade round by turningmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυεντερικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα και στους μυς («μυεντερικό πλέγμα» γαγγλιοφόρο νευρικό πλέγμα τού εντερικού τοιχώματος μεταξύ επιμήκους και κυκλοτερούς μυϊκής στιβάδας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myenteric (< μύς… … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek